- βασμός
- (I)ο, [βάζω II]1. ήχος που μοιάζει με τον βόμβο των μελισσών2. βοή, θόρυβος3. ο σφυγμός.————————(II)βασμός, ο (Μ) (AM)ο βαθμός·[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαθμός (< βαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασμός — βαθμός step masc nom sg βασμός step masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβασμός — ἀναβασμός, ο (Α) 1. κινητή σκάλα 2. πρόοδος στη μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βασμὸς < βαίνω] … Dictionary of Greek
βασμιαίος — βασμιαῑος, ο (Α) [βασμός II] φρ. «βασμιαῑος λίθος» πλατύς λίθος που χρησιμεύει ως βάση … Dictionary of Greek
βασμοί — βαθμός step masc nom/voc pl βασμός step masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασμούς — βαθμός step masc acc pl βασμός step masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασμῶν — βαθμός step masc gen pl βασμός step masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασμόν — βαθμός step masc acc sg βασμός step masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)